σαρκώδεις

σαρκώδεις
σαρκώδης
fleshy
masc/fem acc pl
σαρκώδης
fleshy
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακροχορδόνες — Σαρκώδεις υπερκερατωσικές εκβλαστήσεις του δέρματος που έχουν μέγεθος ίσο με του μπιζελιού. Παρουσιάζονται στα άκρα κατά ομάδες, αλλά ορισμένες φορές απλώνονται και στο πρόσωπο, στα βλέφαρα και στο τριχωτό του κεφαλιού. Οι απόψεις που έχουν… …   Dictionary of Greek

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

  • δρυοκολάπτης — Κοινή ονομασία πτηνών της οικογένειας των δρυοκολαπτιδών, που είναι η σπουδαιότερη της τάξης των δρυοκολαπτομόρφων. Οι δ. διακρίνονται για ορισμένες συνήθειες και ανατομικές ιδιαιτερότητές τους. Αναρριχώνται με ευκολία στους κορμούς των δέντρων,… …   Dictionary of Greek

  • καρότο — Κοινή ονομασία των καλλιεργημένων ποικιλιών που προήλθαν από την αυτοφυή πόα δαύκος το καρότο. Πρόκειται για διετές φυτό, το οποίο κατά τον πρώτο χρόνο παράγει έναν θαμνώδη ρόδακα, ενώ τον δεύτερο χρόνο ανθίζει και αποκτά τον χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

  • κρεμμύδι — Λαχανικό της οικογένειας alliaceae, γνωστό με την επιστημονική ονομασία Allium cepa. Πρόκειται για μονοκοτυλήδονη αειθαλή πόα, που μπορεί να φθάσει σε ύψος τα 60 εκ. Ανθοφορεί από τον Ιούνιο έως τον Ιούλιο και τα άνθη της είναι ερμαφρόδιτα και… …   Dictionary of Greek

  • αγκινάρα — Φυτό ποώδες, πολυετές, της οικογένειας των συνθέτων, της ομοταξίας των δικοτυλήδονων, με βλαστό όρθιο, ισχυρό, κάπως πολυγωνικό, ύψους από 40 εκ. έως λίγο περισσότερο από ένα μέτρο. Η επιστημονική ονομασία της α. είναι κινάραησκόλυμνος. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • ανανάς — Μονοκοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των βρομελιδών, ιθαγενές της τροπικής Νότιας Αμερικής. Είναι μεγάλη πολυετής πόα και έχει πολύ μικρό βλαστό, με θυσανοειδή ρόδακα, από μακριά και σαρκώδη φύλλα, με χείλη οδοντωτά και αγκαθωτά. Από το κέντρο του …   Dictionary of Greek

  • αφάνα — Κοινή ονομασία φρυγανώδους θαμνίου (ποτήριον το ακανθώδες) της οικογένειας των ροδιδών. Φυτό ακανθωτό, παίρνει ημισφαιρική μορφή και έχει ύψος 30 70 εκ. Έχει σύνθετα φύλλα με 5 15 φυλλάρια, μόνοικα άνθη, κατά στάχεις, και καρπούς ραγόμορφους,… …   Dictionary of Greek

  • αχλαδιά — Α. ονομάζονται όλες οι ποικιλίες με εδώδιμους καρπούς που προήλθαν από φυσική ή τεχνητή διασταύρωση μεταξύ ποικιλιών κυρίως της άγριας α. (απιδέαπύρρος ο κοινός), φυλλοβόλου, αυτοφυούς δενδρυλλίου της Ευρώπης, της Μικράς Ασίας και της… …   Dictionary of Greek

  • βερικοκιά — Δέντρο της οικογένειας των ροδιδών, στην οποία υπάγονται και άλλα πιο μεγάλα οπωροφόρα. Κατάγεται από την κεντρική Ασία. Στην Ελλάδα μεταφέρθηκε πιθανώς κατά τον 1ο αι. π.Χ. Η επιστημονική του ονομασία είναι προύνος η αρμενική. Καλλιεργούνται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”